λύγδος — white marble fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγδοιο — λύγδος white marble fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγδου — λύγδος white marble fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίβδος — κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α) σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν… … Dictionary of Greek
λυχνίτης — Παλαιότερη ονομασία για το μάρμαρο της Πάρου, επειδή η εξόρυξή του γινόταν με το φως των λύχνων. Από το μάρμαρο αυτό είναι κατασκευασμένα, μεταξύ άλλων, το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη και η πρόσοψη του ναού των Δελφών. Άλλες ονομασίες του είναι … Dictionary of Greek
λύγδη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ δένδρον ἡ λεύκη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύγδος* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
λύγδινος — λύγδινος, ίνη, ον (Α) [λυγδος] 1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.) 2. (για το σώμα) λευκός και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾱσαι», Ανακρεόντ.) … Dictionary of Greek
λύγδωι — λύγδῳ , λύγδος white marble fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)