λύγδος

λύγδος
λύγδος, ἡ (Α)
λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτρα («διόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ' ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. -δος (πρβλ. μόλυβ-δος, κίβ-δος) και συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού λευκού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λύγδος — white marble fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγδοιο — λύγδος white marble fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγδου — λύγδος white marble fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδος — κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α) σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • λυχνίτης — Παλαιότερη ονομασία για το μάρμαρο της Πάρου, επειδή η εξόρυξή του γινόταν με το φως των λύχνων. Από το μάρμαρο αυτό είναι κατασκευασμένα, μεταξύ άλλων, το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη και η πρόσοψη του ναού των Δελφών. Άλλες ονομασίες του είναι …   Dictionary of Greek

  • λύγδη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ δένδρον ἡ λεύκη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύγδος* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • λύγδινος — λύγδινος, ίνη, ον (Α) [λυγδος] 1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.) 2. (για το σώμα) λευκός και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾱσαι», Ανακρεόντ.) …   Dictionary of Greek

  • λύγδωι — λύγδῳ , λύγδος white marble fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”